διακλήρωση

διακλήρωση
η (AM διακλήρωσις, -εως) [διακληρώ]
διαίρεση και διανομή κτήματος σε κλήρους
αρχ.
1. το ρίξιμο τών κλήρων
2. η τύχη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”